- θριγκία
- (Τhrincia). Γένος φυτών στο οποίο υπάγονται κονδυλόρριζα ποώδη φυτά, τα περισσότερα από τα οποία είναι πολυετή. Το γένος αριθμεί ελάχιστα είδη, τα οποία φύονται σε εύκρατες περιοχές. Το κυριότερο από τα είδη του γένους αυτού είναι το αγριοράδικο, γνωστό με την επιστημονική ονομασία θ. η τουμπερόζα ή απλώς τουμπερόζα.
* * *ηποώδες δικότυλο φυτό τής οικογένειας σύνθετα, αγριοράδικο.
Dictionary of Greek. 2013.